αρθρικός

αρθρικός
(I)
-ή, -ό (AM ἀρθρικός, -ή, -όν) [άρθρον]
αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.
————————
(II)
ἀρθρικός, -ή, -όν (Α)
γραμμ. αυτός που ανήκει στο άρθρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀρθρικά — ἀρθρικός of neut nom/voc/acc pl ἀρθρικά̱ , ἀρθρικός of fem nom/voc/acc dual ἀρθρικά̱ , ἀρθρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρικῶν — ἀρθρικός of fem gen pl ἀρθρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρικόν — ἀρθρικός of masc acc sg ἀρθρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρικοῦ — ἀρθρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρικῆς — ἀρθρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρικῇ — ἀρθρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρική — ἀρθρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρικήν — ἀρθρικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθρικῶς — ἀρθρικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”